Η με αριθ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε επί συλλογικής αγωγής που είχε ασκήσει η ΕΚΠΟΙΖΩ κατά της CITIBANK.
Η απόφαση θεωρεί ως παράνομες και καταχρηστικές τις επιβαρύνσεις που επιβάλει η τράπεζα σε λογαριασμούς καταθέσεων και καταγράφει ως καταχρηστικούς μία σειρά γενικών όρων συναλλαγών («ψιλά γράμματα») που χρησιμοποιούν σήμερα οι τράπεζες στις συμβάσεις πιστωτικών καρτών. Είναι δε τέτοιο το μέγεθος των παρανομιών και καταχρηστικών όρων που διαπιστώνονται ώστε να ανατρέπονται στην κυριολεξία τα σημερινά δεδομένα στον τομέα πιστωτικών καρτών. Η απόφαση έκρινε καταρχήν ως καταχρηστικό τον όρο με βάση τον οποίο η CITIBANK επέβαλε μηνιαία έξοδα 5.000 δραχμές σε όσους λογαριασμούς καταθέσεων δεν υπερέβαιναν το όριο των 5.000.000 δραχμών.
Ο Άρειος Πάγος κρίνει εξάλλου ότι το ανώτατο όριο των εξωτραπεζικών επιτοκίων, το ανώτατο δηλαδή επιτόκιο με το οποίο μπορεί κάποιος να δανείσει χρήματα, δεσμεύει και τις τράπεζες. Το όριο αυτό που σήμερα είναι 9,0% απαγορεύεται να υπερβαίνουν και οι τράπεζες. Επομένως, τα επιτόκια πιστωτικών καρτών που σήμερα κυμαίνονται στο ύψος του 17%, είναι άκυρα κατά το μέρος που υπερβαίνουν το νόμιμο επιτόκιο, οι δε καταναλωτές δικαιούνται να αξιώσουν την επιστροφή των τόκων που κατέβαλαν πάνω από το ισχύον κάθε φορά δικαιοπρακτικό επιτόκιο.
Παράνομοι και καταχρηστικοί είναι επίσης οι όροι που:
- Προβλέπουν προμήθεια της τράπεζας για την ανάληψη δανείου μέσω της πιστωτικής κάρτας
- Μετακυλύουν στον κάτοχο της κάρτας την ευθύνη για κάθε παράνομη χρήση της πιστωτικής κάρτας που έγινε εξαιτίας κλοπής ή απώλειάς της, δίχως να εξαρτούν την ευθύνη αυτή από υπαιτιότητα του καταναλωτή
- Προβλέπουν την δυνατότητα της τράπεζας να μεταβάλει (αυξάνει) μονομερώς το επιτόκιο, δίχως να αναφέρονται στην σύμβαση συγκεκριμένα και εύλογα κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνει η αύξηση
- Καθορίζουν ως αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της τράπεζας και των πελατών τα δικαστήρια των Αθηνών με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται και να δυσχεραίνονται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους οι καταναλωτές από άλλες πόλεις
- Προβλέπουν ότι αν ο καταναλωτής δεν αντιδράσει σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σημαίνει ότι ο καταναλωτής έλαβε το μηνιαίο λογαριασμό από την τράπεζα και δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει
- Στερούν σε κάθε περίπτωσης την δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει κατά της τράπεζας ενστάσεις που έχει κατά του προμηθευτή
- Προβλέπουν την δυνατότητα μονομερούς αναπροσαρμογής της συνδρομής
Ως καταχρηστικοί κρίθηκαν στην ίδια υπόθεση ( από το Πολυμελές Πρωτοδικείο και το Εφετείο, ενώ η καταχρηστικότητά τους δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου), και οι γενικοί όροι που προβλέπουν την δυνατότητα της τράπεζας:
- Να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης
- Να καταγγέλλει την σύμβαση ή να διακόπτει την χρήση της κάρτας χωρίς σπουδαίο λόγο ή την τήρηση ορισμένης προθεσμίας
Αριθμός Απόφασης 5253/2003 Εφετείο Αθηνών
- Πλήθος καταχρηστικών όρων και παράνομων χρεώσεων στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων
- Η απόφαση ισχύει για όλες τις τράπεζες και είναι εκτελεστή
- Για κάθε παραβίαση της απόφασης χρηματική ποινή 3.000 ευρώ
Μία απόφαση-σταθμός για την προστασία των καταναλωτών που παίρνουν στεγαστικά δάνεια εκδόθηκε από το Εφετείο Αθηνών επί συλλογικής αγωγής της ΕΚΠΟΙΖΩ κατά της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Πρόκειται για την με αριθμό 5253/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που διαπιστώνει δεκαπέντε παράνομους όρους που οδηγούν σε αυθαίρετες χρεώσεις, αδιαφάνεια και υπονόμευση των δικαιωμάτων των δανειοληπτών. Ειδικότερα, με την με αριθμό 5253/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιβεβαιώνεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και κρίνονται παράνομοι και καταχρηστικοί οι ακόλουθοι όροι και πρακτικές:
- η είσπραξη από την τράπεζα για τη χορήγηση του δανείου εξόδων χρηματοδότησης, ύψους μάλιστα 1% επί του ποσού του δανείου
- η είσπραξη εξόδων φακέλου
- η αξίωση της τράπεζας, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου, να καταβάλει ο δανειολήπτης ποσό ύψους 2,5% επί του ποσού που αφορά η πρόωρη προεξόφληση, σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο
- η δυνατότητα της τράπεζας να προσαρμόζει μονομερώς το επιτόκιο στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δίχως η προσαρμογή αυτή να είναι σε συνάρτηση με κάποιο εύλογο κριτήριο (λ.χ. το διατραπεζικό επιτόκιο euribo, επιτόκιο ΕΚΤ) ή να αξιώνει την επιστροφή του δανείου αν ο λήπτης του δανείου δεν αποδεχθεί την προσαρμογή
- η δυνατότητα της τράπεζας να καταγγέλλει τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης
- η εκχώρηση από τον δανειολήπτη των μισθωμάτων του ακινήτου στην τράπεζα προς πρόσθετη διασφάλισή της
- η επιφύλαξη της δυνατότητας είσπραξης από την τράπεζα προμήθειας κατά τη διάρκεια του δανείου
Καταχρηστικοί κρίνονται ακόμη έξι όροι που υποχρεώνουν το πρόσωπο που υπογράφει ως εγγυητής τη σύμβαση δανείου να παραιτηθεί από τα δικαιώματα και τις ενστάσεις του (άρθρα 862 – 868 Αστικού Κώδικα), όπως ιδίως:
- να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής αν η τράπεζα από δικό της πταίσμα δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί από τον δανειολήπτη ή αν η τράπεζα παραιτήθηκε από άλλες ασφάλειες που υπήρχαν για το δάνειο
- να διαιωνίζεται η ευθύνη του εγγυητή ακόμα και όταν η τράπεζα δεν επιδιώκει σε ορισμένες προθεσμίες δικαστικά την ικανοποίησή της από τον δανειολήπτη, μολονότι η οφειλή του δανειολήπτη είναι ληξιπρόθεσμη
Αριθμός Απόφασης 430/2005 Αρείου Πάγου
Μία νέα τεράστια επιτυχία της ΕΚΠΟΙΖΩ στο δικαστικό αγώνα που διεξάγει για την προστασία των καταναλωτών από παράνομες τραπεζικές χρεώσεις, με την με αριθμό 430/2005 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κρίνει, οριστικά και αμετάκλητα, ως καταχρηστικές δύο ακόμη πρακτικές των τραπεζών:
-
Ο Άρειος Πάγος επιβεβαιώνει ότι είναι καταχρηστικός ο όρος με τον οποίο οι καταναλωτές υποχρεώνονται να καταβάλλουν στις τράπεζες, όταν εξοφλούν πρόωρα στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, ποσό που συνήθως ανέρχεται στο 2,5% επί του προεξοφλούμενου κεφαλαίου του δανείου
Με την αιτιολογία που αναφέρει ο Άρειος Πάγος στην ανωτέρω απόφαση δεν αφήνει κανένα περιθώριο να συνεχισθεί, με οποιαδήποτε μορφή, η παράνομη αυτή πρακτική των τραπεζών, για τα δάνεια κυμαινομένου επιτοκίου. Αντίθετα ο Άρειος Πάγος θέτει όρια και περιορισμούς για την επιβολή κάποιας επιβάρυνσης ακόμη και στα δάνεια με σταθερό επιτόκιο.
-
Με την ίδια απόφασή του ο Άρειος Πάγος κρίνει επίσης καταχρηστικό τον όρο σύμφωνα με τον οποίο η τράπεζα υπολογίζει τους τόκους με έτος 360 ημερών, αντί των 365 ή 366, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι δανειολήπτες
Η παραπάνω απόφαση αφορούσε σε συλλογική αγωγή της ΕΚΠΟΙΖΩ κατά Εμπορικής τράπεζας, με την οποία τόσο πρωτόδικα όσο και στο Εφετείο είχαν κριθεί καταχρηστικοί και παράνομοι 15 όροι των συμβάσεων στεγαστικών δανείων. Όμως η εναγόμενη τράπεζα προσέφυγε στον Άρειο Πάγο μόνον για τρεις από αυτούς, με αποτέλεσμα η παρανομία των υπολοίπων όρων να καταστεί πλέον αμετάκλητη.
Με δεδομένο λοιπόν ότι οι αποφάσεις επί της συγκεκριμένης συλλογικής αγωγής έχουν πλέον καταστεί αμετάκλητες η ΕΚΠΟΙΖΩ κάλεσε τους αρμόδιους φορείς, Υπουργείο Ανάπτυξης, Τράπεζα Ελλάδος, να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν και να φροντίσουν για την εφαρμογή της διαφάνειας και νομιμότητας, υποχρεώνοντας όλες τις τράπεζες που έχουν τους αντίστοιχους όρους, σε απάλειψη των καταχρηστικών όρων από τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων.
- Με τις παρεμβάσεις της ΕΚΠΟΙΖΩ για λογαριασμό των καταναλωτών – μελών της έχουν επωφεληθεί εκατοντάδες καταναλωτών και έχουν υποχρεωθεί οι ασφαλιστικές εταιρείες να λύσουν το πρόβλημα τους
- Με τις υπεύθυνες και επιστημονικά τεκμηριωμένες παρεμβάσεις της ΕΚΠΟΙΖΩ σε θεσμικό επίπεδο, έχει συμβάλει σημαντικά στην διαμόρφωση και εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας αλλά και νομολογίας
Με βάση τις συλλογικές έχετε τη δυνατότητα επιστροφής σημαντικών ποσών εφόσον ανήκετε στους δανειολήπτες που είχαν πάρει στεγαστικά δάνεια μέχρι και το 2002.
Καταχρηστικός ο τρόπος προσδιορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου. Οι τράπεζες όφειλαν να μειώνουν το επιτόκιο του δανείου τους.
Mία μεγάλη αδικία σε βάρος των καταναλωτών που έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο μέχρι και τις αρχές του 2003 αποκαθίσταται με αποφάσεις των Δικαστηρίων.
Στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί έως τότε οι τράπεζες διατηρούσαν με σχετικό όρο τη δυνατότητα να καθορίζουν εντέλει μονομερώς το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου. Ο όρος αυτός είχε κριθεί με δικαστικές αποφάσεις (και του Αρείου Πάγου) που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών της ΕΚΠΟΙΖΩ καταχρηστικός.
Οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν αναφέρει στις συμβάσεις τους κριτήρια με βάση τα οποία θα διακυμαίνεται το επιτόκιο του δανείου. Τέτοια κριτήρια είναι αυτά που αντικατοπτρίζουν το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες. Οι τελευταίες όφειλαν λοιπόν να μειώνουν τα επιτόκια όταν το κόστος του χρήματος γινόταν φθηνότερο για τις ίδιες.
Την περίοδο 2001-2003 υπήρξε μία ραγδαία πτώση του κόστους του χρήματος για τις τράπεζες. Τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα διατραπεζικά επιτόκια μειώθηκαν την περίοδο αυτή κατά 2,75 εκατοστιαίες μονάδες. Οι τράπεζες, ωστόσο, δεν μείωναν ή προέβαιναν σε μικρότερες μειώσεις των κυμαινόμενων επιτοκίων των στεγαστικών δανείων. Το αποτέλεσμα ήταν όσοι είχαν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο την παραπάνω περίοδο (ιδίως 2001 και 2002) να πληρώσουν τα επόμενα χρόνια, και μάλιστα - όσοι δεν μετέτρεψαν τα δάνειά τους - να πληρώνουν ακόμη και σήμερα, περισσότερους τόκους από όσους θα όφειλαν να πληρώσουν.
Αξιοποιώντας τις αποφάσεις που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών της ΕΚΠΟΙΖΩ, καταναλωτές απαίτησαν την επιστροφή χρημάτων εξαιτίας των υψηλότερων δόσεων που κατέβαλλαν. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών έκρινε πράγματι ότι τα επιτόκια θα έπρεπε να διαμορφώνονται με αναφορά στο παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών είχε λάβει κατά την παραπάνω περίοδο δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, είναι φανερό ότι είναι δεκάδες χιλιάδες οι δανειολήπτες που δικαιούνται επιστροφή χρημάτων εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δόσεις που κατέβαλαν έχουν υπολογισθεί με υψηλότερο επιτόκιο. Στους δανειολήπτες που δικαιώθηκαν επιστρέφονται ποσά από 3.100 έως 11.900 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες, όταν εκτίμησαν ότι το κόστος του χρήματος (τα παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ, διατραπεζικά επιτόκια) είχε περιέλθει στα κατώτερα επίπεδα, και πλέον θα ακολουθούσε ανοδική πορεία, εισήγαγαν τότε το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ ως βάση για τον προσδιορισμό του επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια. Έτσι τα τελευταία δύο έτη που τα επιτόκια κόστους του χρήματος ακολουθούν ανοδική πορεία προβαίνουν σε ανάλογες αυξήσεις στα επιτόκια των τρεχόντων δανείων. Την εποχή, ωστόσο, που τα επιτόκια είχαν καθοδική πορεία δεν προέβαιναν σε ανάλογες μειώσεις. Μάλιστα, ενώ χορηγούσαν, ιδίως από τα μέσα του 2003 και μετά, δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο στους νέους δανειολήπτες σε χαμηλότερα επίπεδα, με διάφορα καταχρηστικά και παράνομα τεχνάσματα διατηρούσαν στους καταναλωτές που είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο την προηγούμενη περίοδο το κυμαινόμενο επιτόκιο του δανείου τους σε υψηλότερα επίπεδα.
Οι καταναλωτές, στηριζόμενοι στη νομολογία των παραπάνω αποφάσεων, μπορούν και οφείλουν να αντιδράσουν στην εκμετάλλευση που υπέστησαν. Τούτο όχι μόνο γιατί και τα ποσά τα οποία δικαιούνται είναι ιδιαίτερα αξιόλογα. Αλλά και γιατί μόνο η διεκδίκηση και επιστροφή των χρημάτων μπορεί να αποθαρρύνει τις τράπεζες από άλλες ανάλογες πρακτικές.
Με τις με αριθμό 711/2007 και 961/2007 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκαν μετά από συλλογικές αγωγές της ΕΚΠΟΙΖΩ κατά δύο μεγάλων τραπεζών κρίνονται καταχρηστικοί 14 όροι που προβλέπουν την επιβολή προμηθειών ή (δήθεν) εξόδων για τραπεζικές εργασίες ή προβλέπουν αυθαιρεσίες στη διαμόρφωση των επιτοκίων.
Πρόκειται για πλήθος όρων που κατά περίπτωση βρίσκουν εφαρμογή στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, επιβαρύνοντας αδικαιολόγητα τις καθημερινές συναλλαγές των καταναλωτών με τις τράπεζες.
Ειδικότερα, καταχρηστικοί κρίνονται με τις παραπάνω αποφάσεις μεταξύ άλλων οι όροι που ενυπάρχουν στους λογαριασμούς καταθέσεων και προβλέπουν:
- την επιβολή προμήθειας για κατάθεση στο λογαριασμό τρίτου (1,40 ευρώ)
- την επιβολή εξόδων κίνησης σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή τρεχούμενους (0,80 ευρώ ανά κίνηση μετά την τέταρτη κίνηση κάθε μήνα)
- την επιβολή επιβάρυνσης στον δανειολήπτη 50 ευρώ για τη χορήγηση από την τράπεζα βεβαίωσης οφειλών
- την επιβολή εξόδων τήρησης και παρακολούθησης στους λογαριασμούς καταθέσεων
- την μονομερή μεταβολή των όρων λειτουργίας των λογαριασμών καταθέσεων
- τον μονομερή καθορισμό των ημερών δέσμευσης και διαθεσιμότητας και μετάθεσης της έναρξης τοκοφορίας αναφορικά με ποσά που κατατίθενται
- την επιβολή εξόδων αδράνειας (0,60 ή 1,00 ευρώ ανά μήνα) σε καταθετικούς λογαριασμούς που παραμένουν ακίνητοι για διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών
- τον περιορισμό της ευθύνης της τράπεζας σε περίπτωση που γίνει παράνομη χρήση του απωλεσθέντος ή κλαπέντος βιβλιαρίου καταθέσεως